- χωνεύονται
- χοανεύωcast in a mouldpres ind mp 3rd plχωνεύωcast in a mouldpres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στρουθοκάμηλος — (struthio camelus). Δρομεύς της οικογένειας των Στρουθιονιδών, της τάξης των στρουθιονόμορφων, της οποίας αποτελεί το μοναδικό είδος. Συγγενής με τους μεγάλους δρομείς του τριτογενούς, η σ. είναι το μεγαλύτερο σημερινό πτηνό, και έχει ύψος 2 2,50 … Dictionary of Greek
βαλανόγλωσσος — (balanoglossus). Γένος σκουληκιών που ζουν μέσα στην άμμο του θαλάσσιου πυθμένα, ανοίγοντας στοές με τις προβοσκίδες τους. Βρίσκονται σε όλους τους ωκεανούς, εκτός από τον Ανταρκτικό. Το μήκος του σώματός τους ποικίλλει από 2,5 5 εκ. έως 2 μ. και … Dictionary of Greek
πρωτεΐνες — Οργανικές αζωτούχες ουσίες με μεγάλο μοριακό βάρος, οι οποίες σχηματίζονται με την ένωση πολλών μορίων αμινοξέων συνδεδεμένων με δεσμούς αμιδικού τύπου. Οι π. αναγνωρίστηκαν ως τα ουσιώδη αζωτούχα συστατικά του πρωτοπλάσματος από τον Μούλντερ… … Dictionary of Greek
αντίτεχνος — η, ο αντίζηλος, αντίπαλος με κάποιον της ίδιας τέχνης: Συνήθως οι αντίτεχνοι δε χωνεύονται μεταξύ τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)